Τετάρτη 22 Αυγούστου 2012

Η ιστορία του Εβραϊκού θεάτρου



Το εβραϊκό θέατρο δεν έχει εδαφικά όρια, αλλά προσεγγίζεται από το γεγονός της Διασποράς των Εβραίων λογοτεχνών σε ολόκληρο τον κόσμο. Η γλώσσα της εβραϊκής δραματουργίας προσδιορίζεται από τη γεωγραφική διασπορά των Εβραίων συγγραφέων. Τα μοναδικά σύνορα του εβραϊκού θεάτρου είναι γλωσσικά, αν και η γλωσσολογική προσέγγιση στο θέατρο δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια.

Γλωσσολογική θεατρική διασπορά
Τα εβραϊκά, η ιστορική και θρησκευτική γλώσσα των Εβραίων, δεν έπαψαν ποτέ να γράφονται και καθιερώθηκαν από αιώνες στη λογοτεχνία των πατρογονικών ιουδαϊκών εδαφών. Η γερμανοεβραϊκή γλώσσα (Γίντις, Yiddish) καθιερώθηκε ως ομιλούμενη ζωντανή έκφραση των απέραντων ιουδαϊκών κοινοτήτων ανάμεσα στη Βαλτική και τη Μαύρη θάλασσα, με μετανάστες σε ολόκληρο τον κόσμο. Τέλος, η ισπανοεβραϊκή (Λαντίνο, Ladino) είναι η γλώσσα των Εβραίων που ζουν γύρω στη Μεσόγειο.
Πέρα όμως από τα καθιερωμένα αυτά γλωσσικά όργανα των Εβραίων, σε κάποιες περιπτώσεις γράφτηκαν θεατρικά έργα και σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Ο Ισραήλ Ζάνγκβιλ (1864-1926) (ο λεγόμενος «Ντίκενς των Εβραίων») έγραψε εβραϊκά θεατρικά έργα σε αγγλική γλώσσα. Ο Αλέξανδρος Γκράναχ (1890-1945) άρχισε ως ηθοποιός του θεάτρου Γίντις, απέκτησε φήμη γράφοντας θέατρο στα γερμανικά, ενώ μετά το 1933 ξαναγύρισε στο θέατρο Γίντις της Πολωνίας.

Η γέννηση του εβραϊκού δράματος
Δεν υπήρξε πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη θεατρικής παράδοσης στους Εβραίους. Η εντολή του Δευτερονομίου (22:5) «ποτέ άντρας ας μη φορέσει ένδυμα γυναικός» ήταν εμπόδιο για την ίδρυση θεάτρου, ακόμη και έως τον 19ο αιώνα. Είναι γεγονός, όμως, ότι η κλασική ελληνική δραματουργία άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στους Εβραίους συγγραφείς.
Πρωτοπόρος του εβραϊκού θεάτρου θεωρείται ο Εζεκιήλ (Ezekiel) από την Αλεξάνδρεια, Ιουδαίος δραματικός ποιητής της ελληνιστικής εποχής που άκμασε τον 2ο αιώνα μ.Χ. Με πρότυπο ύφους τον Ευριπίδη, έγραψε στα ελληνικά σειρά τραγωδιών που εξιστορούν επεισόδια της Εξόδου των Εβραίων. Ήταν εκπρόσωπος της τάσης Εβραίων συγγραφέων να εκφράζονται στην ελληνική γλώσσα.
Η βαθμιαία εξέλιξη του εβραϊκού θεάτρου οφείλεται στους Ιουδαίους θαυματοποιούς, χορευτές και μίμους του Μεσαίωνα και στη διαλογική συζήτηση των Συναγωγών. Πλανόδιοι μουσικοί και επαγγελματίες γελωτοποιοί συνέβαλαν επίσης στην ανάπτυξή του. Οι πλανόδιοι ραψωδοί ήταν περιζήτητοι στα εβραϊκά πανηγύρια και κατά τον 15ο αιώνα τα δημοτικά τραγούδια τους είχαν δραματοποιηθεί υπό την επίδραση του γερμανικού δράματος και των θεατρικών έργων των Αρχιτραγουδιστών (Meistersinger) της Νυρεμβέργης.
Τυπικά παραδείγματα της επίδρασης αυτής είναι οι παραστάσεις με θρησκευτικά έργα και θέμα τους τον Αδάμ και την Εύα, τη θυσία του Ισαάκ, τον Ιωσήφ και τα αδέλφια του ή τον θάνατο του Μωυσή. Το παλαιότερο χειρόγραφο τέτοιου έργου έχει ως θέμα τον προφήτη Ιωνά, βασισμένο σ’ ένα παρόμοιο έργο των Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης, χρονολογούμενο από το 1582.

Οι παραστάσεις Πουρίμ
Οι παραστάσεις των εβραϊκών πανηγυριών συγκεντρώθηκαν βαθμιαία στην εβραϊκή εορτή Πουρίμ, που τηρείται στις 14 και 15 του εβραϊκού μήνα Αδάρ (μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαρτίου). Με χαρμόσυνες τελετές γιορτάζονται τα γεγονότα της σωτηρίας των Εβραίων της Περσίας από γενοκτονία (5ος π.Χ. αιώνας). Σε ανάμνηση της σωτηρίας των Εβραίων από τη γενοκτονία δίνονται θεατρικές παραστάσεις στη γερμανοεβραϊκή γλώσσα, με τις οποίες ιστορούνται τα περιστατικά που περιγράφονται στο Βιβλίο της Εσθήρ, η σωτηρία των Εβραίων της Περσίας με τη μεσολάβηση της βασίλισσας Εσθήρ, που την εξόντωσή τους είχε ορίσει με κλήρους (πουρίμ) ο αντισημίτης άρχοντας της Περσίας Αμάν.

Η παρεμβολή στις παραστάσεις αυτές τραγουδιών, η εμμονή στην παράδοση, αλλά και ο αυτοσχεδιασμός, είναι στοιχεία που ίχνη τους μπορεί να βρεθούν και στο σύγχρονο εβραϊκό δράμα. Το πρώτο εβραϊκό θεατρικό έργο, που γράφτηκε με σκοπό να παρασταθεί στη γιορτή Πουρίμ, με τίτλο «Η Κωμωδία του Γάμου», χρονολογείται από τον 16ο αιώνα και αποδίδεται στον Εβραίο δραματικό ποιητή Γεχούντα ντε Σόμο(Yehuda de Somo, 1527-1592), με ολοφάνερη την επίδραση της ιταλικής «κομέντια ντελ’ άρτε».

Απαρχές του σύγχρονου θεάτρου
Το εβραϊκό δράμα εδραιώθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα, κυρίως στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, από Εβραίους πρόσφυγες της Ιταλίας και της Ισπανίας που κατέκλυσαν την ολλανδική πόλη, γράφοντας θέατρο στην εβραϊκή γλώσσα. Το περιεχόμενό του το δανειζόταν από τα θρησκευτικά έργα του Ολλανδού δραματουργού Γιοστ φαν ντεν Φόντελ (Joost van den Vondel, 1587-1679) και τη δραματική φόρμα του από την «κομέντια ντελ’ άρτε» και τα «άουτος σακραμεντάλες» των Ισπανών δραματουργών Καλντερόν και Λόπε ντε Βέγκα.

Το «Θεμέλιο του Κόσμου», ένα «άουτο» του Μωυσή Ζακούτο (Moses Zacuto, 1625-1697), ενός καμπαλιστή συγγραφέα και ποιητή του Άμστερνταμ, δείχνει φανερά τη ζωηρή επίδραση του φαν Φόντελ.
Το πρώτο εβραϊκό έργο που τυπώθηκε στα εβραϊκά ήταν μια ηθικολογία του Γιόζεφ Πέντσο ντε λα Βέγκα (Josef Penco de la Vega, 1650-1703), με τίτλο «Αιχμάλωτοι (της) ελπίδας» (εβρ. Asire tiqva, αγγλ. The Prisoners of Hope), που δημοσιεύτηκε στο Άμστερνταμ το 1673 και ξανατυπώθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας το 1770. Στο έργο περιέχονται και απαγγελίες, που πιστεύεται ότι γράφτηκαν για να παιχτούν σε τελετή θρησκευτικού σχολείου.

Ο Μοσέ Χαΐμ Λουτσάτο (Μoshe Chaim Luzzatto, 1707-1747), η εξέχουσα μορφή της περιόδου αυτής, ήταν Ιταλοεβραίος καμπαλιστής, κάτοικος του Άμστερνταμ, που θεωρείται θεμελιωτής της σύγχρονης εβραϊκής ποίησης. Το θεατρικό έργο του «Πύργος της Δύναμης», 1727 (εβρ. Miqdal Oz), βασισμένο στον «Πιστό βοσκό» του Γκουαρίνι, και το ηθικοπλαστικό δράμα «Έπαινος για τη χρηστότητα», 1743 (εβρ. LaYesharim Tehila) τοποθετούν τον Λουτσάτο ανάμεσα στους μεγάλους Εβραίους ποιητές.

Η Ιταλία του 18ου αιώνα είχε σημαντική παρουσία Εβραίων θεατρικών συγγραφέων. Ο Σαμουέλ Ρομανέλι (Samuel Romanelli, 1757-1814) μετέφρασε στα εβραϊκά έργα διαφόρων Ιταλών συγγραφέων, κυρίως του Μεταστάζιο, και αντλούσε τις πλοκές των δικών του έργων από τον Οβίδιο.
Η διαδεδομένη όμως μίμηση ξένων έργων, αλλά και η αυξανόμενη παραγωγή έργων, δεν κατέληξε στην ίδρυση ενός μόνιμου θεάτρου και το εβραϊκό δράμα παρέμενε γενικά φιλολογική άσκηση για θρησκευτικές μόνο γιορτές και άλλες ειδικές περιστάσεις, απομακρυσμένη από την ουσιαστική σκηνική παράσταση.

Το Κίνημα Χασκαλά
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, το κίνημα του Διαφωτισμού Χασκαλά (Haskalah), υπό την κατεύθυνση του Γερμανοεβραίου φιλοσόφου Μωυσή Μέντελσον, αγωνίστηκε για την πνευματική χειραφέτηση του εβραϊκού λαού και την επιβίωση του πολιτισμού του.

Το Κίνημα της Χασκαλά είχε αναλάβει σχεδόν εξ ολοκλήρου τη θεατρική ψυχαγωγία μέχρι το 1876, οπότε ο Αβραάμ Γκολντφέιντεν (Αbraham Goldfaden, 1840-1908) ίδρυσε σε μια ταβέρνα το πρώτο μόνιμο γερμανοεβραϊκό θέατρο Γίντις, όπου παρουσίασε μουσικά σκετς με κείμενα γραμμένα από τον ίδιο, πάνω στα οποία οι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν το διάλογό τους.
Ο Γκολντφέιντεν, που ήταν ηθοποιός, δραματουργός, συγγραφέας ασμάτων, παραγωγός και σκηνοθέτης, επεξέτεινε τον θίασό του, εκπαίδευσε τους ηθοποιούς του, χρησιμοποίησε γυναίκες στη σκηνή (για πρώτη φορά στην εβραϊκή ιστορία) και από τις ασήμαντες κωμωδίες των πρώτων χρόνων του προχώρησε να γράψει αξιόλογα θεατρικά έργα, όπως «Η Μάγισσα» (1879), το ιστορικό δράμα «Η Σουλαμίτιδα» (1880), το «Μπαρ Κοχμπά» (1882) και «Ο Δαβίδ σε πόλεμο», το πρώτο θεατρικό έργο στα εβραϊκά που παίχτηκε στις ΗΠΑ (1904). Μερικά από τα έργα αυτά παραμένουν και σήμερα στο δραματολόγιο του θεάτρου Γίντις.

Στη διάρκεια του πεφωτισμένου Κινήματος Χασκαλά, ιδρύθηκαν θίασοι και θέατρα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο θεατρικός συγγραφέας Γιάκομπ Λατάινερ (Jacob Lateiner, 1853-1935) έγινε ιδρυτής ενός θεάτρου Γίντις στη Νέα Υόρκη. Ένας άλλος θίασος σχηματίστηκε τον ίδιο καιρό από τον θεατρικό συγγραφέα Μωυσή Χούρβιτς(Moshe Hurwitz, 1844-1910), που μετανάστευσε και αυτός, όπως και ο Γκολντφέιντεν, στη Νέα Υόρκη. Στην Ανατολική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Ρωσία, άνθησε περισσότερο από άλλα μέρη η παραγωγή εβραϊκών θεατρικών έργων.

Στην Οδησσό παίζονταν με επιτυχία τα έργα του δραματουργού Γιάκομπ Γεχούντα Λέρνερ (Jacob Yehuda Lerner, 1849-1907), που αποστασιοποιήθηκαν από τα εβραϊκά πρότυπα ή τους Εβραίους ήρωες. Κλασική έμεινε η μετάφρασή του σε γλώσσα Γίντις του «Ουριέλ Ακόστα» του Γερμανού μυθιστοριογράφου και δραματουργού Καρλ Γκούτσκοβ (1811-1878).

Ένα από τα αποτελέσματα του Κινήματος Χασκαλά ήταν η ανανέωση του ενδιαφέροντος για συγγραφή έργων με γλωσσικό όργανο τα εβραϊκά. Η γνώση του δράματος αυξήθηκε περισσότερο με τις μεταφράσεις. Η «Εσθήρ» και η «Αταλία» του Ρακίνα μεταφράστηκαν επανειλημμένα και προσέλκυσαν το εβραϊκό ενδιαφέρον. Επίσης μεταφράστηκαν ο «Φάουστ» του Γκαίτε και τα έργα του Σίλερ και του Λέσινγκ, όπως και τα έργα του Μεταστάζιο, του Μολιέρου και άλλων. Τον Σαίξπηρ απομιμήθηκε ο Γιάκομπ Εφράτι (Jacob Efrati, 1770-1840) στο δράμα του «Η Βασιλεία του Σαούλ», που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1764.
Το θέατρο Γίντις στα χρόνια της Χασκαλά προοριζόταν να γίνει το όργανο για την ανάπτυξη της εθνικής και κοινωνικής συνείδησης των Εβραίων. Οι Εβραίοι συγγραφείς της περιόδου αυτής έβαζαν τα θεμέλια ενός νέου ρεπερτορίου σε γλώσσα Γίντις και διαμόρφωναν ακροατήριο για το μελλοντικό εβραϊκό θέατρο.

Αμερικανισμός και νέες τάσεις
Η ενεργητικότητα γενικά του εβραϊκού στοιχείου είχε ως αποτέλεσμα τα αυστηρά αντισημιτικά μέτρα που πήρε η Ρωσία μετά τη δολοφονία του ανεξίθρησκου τσάρου Αλεξάνδρου Β', που είχε άρει τους ασφυκτικούς περιορισμούς σε βάρος των εβραϊκών μειονοτήτων. Το Σεπτέμβριο του 1883 όλα τα εβραϊκά θεατρικά έργα απαγορεύτηκαν ρητά, τα θέατρα έκλεισαν και πολλοί Εβραίοι δραματουργοί και ηθοποιοί μετανάστευσαν στην Αγγλία και την Αμερική. Η Νέα Υόρκη έγινε εφεξής το κέντρο του θεάτρου Γίντις.

Η πρώτη απόπειρα για την εδραίωση του νεοϋορκέζικου εβραϊκού δράματος έγινε από τον Μπόρις Τομασέφσκι (Boris Tomasevski, 1886-1939) και ενισχύθηκε με την άφιξη στη Νέα Υόρκη των Λατάινερ και Χούρβιτς. Θέματα από τη ζωή των Εβραίων στην Ευρώπη, που είχαν γίνει ευχαρίστως αποδεκτά στις πρώτες ημέρες της μετανάστευσης, έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα εκτός μόδας, καθώς ο αμερικανισμός εισχωρούσε στο εβραϊκό δράμα.

Ακόμη και ο Γκολντφέιντεν, που μετανάστευσε επίσης στη Νέα Υόρκη το 1887, διαπίστωσε ότι τα έργα του δεν συγκινούσαν το νέο κοινό τους και παραχώρησε τη θέση του σ’ ένα νέο δραματουργό, τον Γιάκομπ Μιχαήλοβιτς Γκόρντιν (Jacob Mikhailovich Gordin, 1853-1909), για να αναζωογονήσει το αμερικανικό θέατρο Γίντις. Ο Γκόρντιν προσπάθησε να διευρύνει τη σκοπιά του με ελεύθερη προσαρμογή, με εβραϊκούς όμως όρους, έργων μεγάλων Ευρωπαίων δραματουργών από τον Σαίξπηρ μέχρι τον Ίψεν.
Ανάμεσα στα 70 περίπου έργα του Γκόρντιν, που σημείωσαν εξαιρετική επιτυχία στα νεοϋορκέζικα θέατρα, ήταν «Ο Εβραίος βασιλιάς Ληρ» (1892) και «Θεός, Άνθρωπος και Διάβολος» (1900), βασισμένο στον «Φάουστ» του Γκαίτε. O Γκόρντιν πέτυχε να παρουσιάσει τα έργα του σύμφωνα με το εβραϊκό πνεύμα, έτσι ώστε το έργο του γενικά να θεωρείται σημαντικό στην εξέλιξη του θεάτρου Γίντις στην Αμερική.

Ανάμεσα σε άλλους συγγραφείς που ακολούθησαν τον Γκόρντιν στην κατεύθυνση του κοινωνικού δράματος, με φανερές επιρροές από τον Ίψεν, τον Στρίντμπεργκ και τον Τολστόι, ήταν ο Λέο Κόμπριν (Leon Kobrin, 1873-1946), με το έργο του «Περίπατος στην όχθη», αλλά και τις περίτεχνες μεταφράσεις έργων των Εμίλ Ζολά, Μαξίμ Γκόργκι, Τολστόι, Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Άντον Τσέχοφ, καθώς και ο Σολομών Λίμπιν (Solomon Libin, 1872-1955), συγγραφέας πενήντα περίπου έργων, που πραγματεύονται τη ζωή των μεταναστών Εβραίων εργατών στη Νέα Υόρκη, από τα οποία το δράμα του «Πονεμένες καρδιές» (αγγλ. Broken Hearts) γνώρισε μεγάλη επιτυχία.

Η δραματουργία του 20ού αιώνα
Στο διάστημα αυτό, το θέατρο Γίντις είχε σημειώσει σημαντική πρόοδο και στην Ευρώπη. Το 1910 ο Μαξ Ράινχαρτ ανέβασε στο Βερολίνο μια γερμανική μετάφραση του «Θεού της Εκδίκησης» του Εβραίου δραματουργού Σόλεμ Ας (Sholem Asch, 1880-1957), που είχε πολιτογραφηθεί Αμερικανός το 1920.
Το έργο αυτό, γραμμένο το 1907, είναι η τραγωδία ενός ανθρώπου που διατηρεί οίκο ανοχής και πληροφορείται τελικά ότι η ίδια του η κόρη είναι πόρνη. Ο θεός της εκδίκησης στο έργο είναι ο Θεός της Εβραϊκής Βίβλου, που πρεσβεύει ότι οι αμαρτίες των γονέων πέφτουν πάνω στα παιδιά. Παρά τη Βιβλική του έμπνευση, το θέμα του έργου θεωρήθηκε ακατάλληλο για παράσταση και όταν το δράμα ανέβηκε στη Νέα Υόρκη το 1924, έγιναν προσπάθειες να κατέβει. Η υπόθεση έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Νέας Υόρκης, με εναγόμενους όλους τους εμπλεκόμενους στην παράσταση.
Το έργο αυτό του Σόλεμ Ας έχει στην ουσία του αναμφισβήτητη δύναμη, όπως και τα περισσότερα έργα του, που ανάμεσά τους ξεχωρίζουν: «Τρεις πόλεις» (1933), «Σωτηρία» (1934), «Ο πόλεμος συνεχίζεται» (1936), «Ο Ναζωραίος» (1939), «Ο Απόστολος» (1943), «Ανατολικός ποταμός» (1846), «Μαρία» (1949) και «Ο Προφήτης» (1955).

H ρωσική απαγόρευση της παρουσίασης εβραϊκών έργων χαλάρωσε το 1908, έτσι ώστε να ιδρύσει ο δραματουργός Πέρετς Χίρσμπαϊν (Peretz Hirshbein, 1880-1948) το πρώτο θέατρο τέχνης στην Οδησσό, με παραστάσεις έργων του Γκόρντιν, του Ας και του Ισαάκ Λάιμπ Πέρετς (Isaac Leib Peretz, 1852-1915), συμβολιστή ποιητή και συγγραφέα μονόπρακτων έργων, που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στη σκηνή.
Avram Reysn, I.L.PeretzSholem Asch, Khayim Zhitlovsky, H.D. Nomberg

Ο Χίρσμπαϊν, γεννημένος στη Λιθουανία, έγραψε έργα που έδιναν την τραχιά εικόνα των Εβραίων φτωχών (αγροτών, γυρολόγων κλπ.) της αγροτικής Λιθουανίας. Είδωλά του ήταν ο Μαξίμ Γκόργκι και ο Χάουπτμαν. Έργα του που παίχτηκαν σε θέατρα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης είναι: «Mίριαμ» (1905), «Το στοιχειωμένο χάνι» (1912), «Η κόρη του Σμιθ» (1915), «Πράσινα λιβάδια» (1916) κ.ά.

Οι εξέχουσες φιλολογικές μορφές της σύγχρονης Αμερικής στο θέατρο Γϊντις ήταν οΣόλεμ Αλάιχεμ (Sholem Aleichem, 1859-1916), που έδρασε και πέθανε σε ηλικία 57 ετών στη Νέα Υόρκη, και ο Χάλπερ Λέβικ (Halper Levik, 1888-?). Μερικά από τα σπουδαιότερα έργα τους ανέβηκαν στις νεοϋορκέζικες σκηνές με μεγάλη επιτυχία.
Ανάμεσα στα έργα του Αλάιχεμ περιλαμβάνονται: «Το Διαζύγιο» (1888), «Εβραίες θυγατέρες» (1905), «Οι χρυσοθήρες» (1907), «Δύσκολο να είσαι Εβραίος» (1914), «Το τζάκποτ» (1916) και «Τένυε ο γαλατάς» (1917), στο οποίο βασίστηκε το σύγχρονο μιούζικαλ «Βιολιστής στη Στέγη». Εξάλλου, το έργο του Λέβικ «Γκόλεμ» (Golem) παίχτηκε στα εβραϊκά, στη γίντις, στα πολωνικά και στα αγγλικά (με τίτλο «Ποιητική Γνώση») και αποτέλεσε τη βάση του θρησκευτικού μελοδράματος. To 1945 ανέβηκε το έργο του «Θαύμα στο γκέτο της Βαρσοβίας», που πραγματεύεται τον αγώνα των Πολωνών εναντίον των Ναζί κατακτητών.

Κυρίαρχη μορφή του θεάτρου Γίντις ήταν και ο Ρωσοεβραίος δραματουργός Σολομών Άνσκυ (Solomon Ansky, 1863-1920), που με το αριστουργηματικό και παγκοσμίως δημοφιλές δράμα του «Ντυμπούκ» (Dybbuk, 1914), από τα σπουδαιότερα στο ρεπερτόριο της εβραϊκής θεατρικής σκηνής, πλούτισε τη λογοτεχνία της γίντις με τις αξίες της λαϊκής εβραϊκής παράδοσης.

Θεατρικές σκηνές: Η Χαμπίμα
H δημοτικότητα του θεάτρου Γίντις ανάμεσα στις εβραϊκές μάζες σε Ευρώπη και Αμερική φανέρωσε πως η επιβίωση της εβραϊκής γλώσσας μπορούσε να ενθαρρυνθεί με την ίδρυση ενός μόνιμου θιάσου για το ανέβασμα έργων αποκλειστικά στην εβραϊκή γλώσσα.
Στο πλαίσιο αυτό, άρχισαν να γίνονται προτάσεις για την επιστροφή και την ανάπτυξη του δράματος στις εβραϊκές κοινότητες της Παλαιστίνης. Το 1917 ιδρύθηκε στη Μόσχα ο θίασος «Χαμπίμα» (εβρ. Habima «σκηνή»), με απώτερο σκοπό να μεταφερθεί μελλοντικά στην Παλαιστίνη. Ένα από τα πρώτα έργα που ανέβασε ήταν το «Ντυμπούκ» του Σολομώντα Άνσκυ, που εδραίωσε όσο κανένα άλλο έργο τη φήμη και το ύφος της Χαμπίμα. Ακολούθησαν παραστάσεις στα εβραϊκά από το ευρωπαϊκό ρεπερτόριο, όπως «Ο Μαθητής του Διαβόλου» του Μπέρναρντ Σω, «Τα Στηρίγματα της Κοινωνίας» του Ίψεν, «Ο Πατέρας» του Στρίντμπεργκ κ.ά.

Το 1928 ο θίασος της Χαμπίμα έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην Παλαιστίνη και το 1931 εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί, όπου κι έγινε το μεγαλύτερο κέντρο δραματικής τέχνης στο Ισραήλ. Η Χαμπίμα επισκέφθηκε τη Νέα Υόρκη το 1948, παρουσιάζοντας δραματολόγιο με έργα Ρωσοεβραίων συγγραφέων, όπως το «Ντυμπούκ» του Άνσκυ και το «Γκόλεμ» του Λέβικ, αλλά και έργα από το ευρωπαϊκό θέατρο, όπως «Το στέμμα του Δαβίδ» του Ισπανού δραματουργού Καλντερόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου